μοναρχία — μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc/acc dual μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μοναρχίᾳ — μοναρχίαι , μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μοναρχίας — μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem acc pl μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαι — μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαν — μοναρχίᾱν , μοναρχία monarchy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МОНАРХИЯ — • Μοναρχία, см. Πολιτεία, Правления формы, 2 сл … Реальный словарь классических древностей
μοναρχιῶν — μοναρχία monarchy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαις — μοναρχία monarchy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)